Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκαυστής — ο (Α ἐγκαυστής και ἐγκαυτής) αυτός που ζωγραφίζει με έγκαυση … Dictionary of Greek
ἐγκαυσταί — ἐγκαυστής encaustic painter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκαυτής — ἐγκαυτής, ο (Α) βλ. εγκαυστής … Dictionary of Greek